αὐτοκατάκριτος

αὐτοκατάκριτος
αὐτοκατάκριτος, ον adj. (s. αὐτός, κατακρίνω; in Philo in the Fgm. fr. the Sacra Parallela ed. Mangey II 652; s. RHarris, Fragments of Philo 1886. Otherw. only in Christian writers) self-condemned Tit 3:11.—DELG s.v. κρίνω. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αυτοκατάκριτος — αὐτοκατάκριτος, ον (AM) [κατακρίνω] εκείνος του οποίου τα έργα επισύρουν την κατάκριση, ο αξιοκατάκριτος …   Dictionary of Greek

  • αὐτοκατάκριτος — self condemned masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοκατακρίτως — αὐτοκατάκριτος self condemned adverbial αὐτοκατάκριτος self condemned masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοκατάκριτον — αὐτοκατάκριτος self condemned masc/fem acc sg αὐτοκατάκριτος self condemned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοκατακρίτους — αὐτοκατάκριτος self condemned masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοκατακρίτων — αὐτοκατάκριτος self condemned masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοκατάκριτοι — αὐτοκατάκριτος self condemned masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”